Η ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Ελευσίνας συνυφαίνεται με ανθρώπινες ιστορίες προσφυγιάς, οικονομικής μετανάστευσης, πολιτικών διωγμών και εθνοφυλετικής κάθαρσης που αποτελούν όψεις της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, εκκινούν από διαφορετικά σημεία του παγκόσμιου χάρτη και συναντιούνται στην Ελευσίνα.
Η Λεψίνα στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν ένα χωριό γεωργικό, δίπλα στη θάλασσα, που αριθμούσε 275 κατοίκους. Αποτελούσε έδρα του Δήμου Ελευσίνος- Μάνδρας -Μαγούλας, της Επαρχίας Μεγαρίδος του Νομού Αττικής-Βοιωτίας, σύμφωνα με την πρώτη διοικητική οργάνωση του νεοσύστατου κράτους του 1833. Η επιλογή της Ελευσίνας ως έδρας έγινε πάνω στην ιστορική και γεωγραφική σημασία της πόλης παρά την πληθυσμιακή υπεροχή της Μάνδρας. Η εικόνα άρχισε να αλλάζει με την εγκατάσταση των πρώτων βιομηχανιών στην πόλη που στηρίχθηκαν στην κατεργασία των πρώτων υλών της περιοχής, των ελαιώνων και του ρετσινιού. Οι πρώτες βιομηχανίες έφεραν μαζί τους νέα άτομα και απορρόφησαν σημαντικό μέρος των αγροτών Ελευσινιωτών.
Η αρχική σύνθεση της πόλης
Ο 20ος αιώνας βρήκε την πόλη με 1.300 περίπου κατοίκους. Κατά τις πρώτες δεκαετίες οι αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση και την όψη της πόλης ήταν συνεχείς. Οι τεχνικές και οι εργάτες αυξάνονταν έναντι των γεωργών και κτηνοτρόφων, ενώ η κίνηση του ραγδαία αναπτυσσόμενου λιμανιού έφερνε νέο κόσμο, νέες μορφές συναλλαγών και κοσμοπολίτικο αέρα που συνέβαλε δυναμικά στην αστικοποίηση της πόλης. Η διέλευση του τρένου από την Ελευσίνα ενίσχυε την ανάπτυξη της σε θέρετρο της πρωτεύουσας. Η πεντακάθαρη ήρεμη ακρογιαλιά με το φρεσκότατο ψάρι αποτελούσαν πόλο έλξης Αθηναίων και παραθεριστών που ανακατεύονταν κοινωνικά με τον ντόπιο πληθυσμό.
Οι πρώτες αφίξεις στις αρχές του 20ου αιώνα
Με την παράδοση των Δωδεκανήσων στους Ιταλούς από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1912, οι κάτοικοι των νησιών έρχονται αντιμέτωποι με την ιταλική κατοχή, παρά την επιθυμία τους για ένωση με την Ελλάδα, και σημαντικές απαγορεύσεις πάνω σε ζητήματα άσκησης του δικαιώματος της πίστης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Κατά συνέπεια οι πρώτοι Δωδεκανήσιοι, μεγαλύτερη ομάδα των οποίων ήταν οι Σύμιοι, έρχονται στην Ελευσίνα που εγκαθίστανται σε άδειες περιοχές της πόλης, χτίζοντας τες από τα θεμέλια («Συμιακά», «Σταφίδα» κ.α). Γνώστες των επαγγελμάτων της θάλασσας εργάστηκαν κυρίως ως λιμενεργάτες και εργάτες στο Βότρυς, Ελαιουργείο & ΤΙΤΑΝ, φέροντας κι άλλα επαγγέλματα και τεχνογνωσία μαζί τους, όπως η κατάδυση, η ξυλογλυπτική κ.α. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ο πληθυσμός τους φτάνει τα επίπεδα του ντόπιου πληθυσμού. Ιδρύουν σωματεία εργαζομένων, αθλητικούς συλλόγους και γίνονται η Ελευσίνα σε βαθμό που «όταν έπαιζε ο Πανελευσινιακός (ποδοσφαιρική ομάδα της περιοχής, προάγγελος της οποίας ήταν ο Δωδεκανησιακός) και ο Διαγόρας (ομάδα Δωδεκανησίων), οι Συμιακοί υποστήριζαν τον πρώτο». Επιπλέον εισάγουν νέα κοινωνικά στοιχεία στην τοπική κοινωνία, μια πιο προοδευτική αντίληψη για την θέση της γυναίκας δίπλα σε αυτή του άντρα σε αντίθεση με την πατριαρχική οργάνωση της αρβανίτικης κοινωνίας.
Η μικρασιατική καταστροφή διπλασίασε τον υπάρχοντα πληθυσμό
Η Ελευσίνα, μία πόλη 4000 κατοίκων, δέχτηκε πάνω από 2000 πρόσφυγες. Οι περισσότεροι προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, την Κωνσταντινούπολη, την Καππαδοκία και τον Πόντο. Εγκαταστάθηκαν πάνω από τις γραμμές του τρένου, εκτός δηλαδή της έως τότε κατοικημένης περιοχής, που πήρε το όνομα της από την παρουσία των Μικρασιατών και ονομάζεται έως και σήμερα «Συνοικισμός».
Έφεραν μαζί την αγάπη και τις γνώσεις τους για τη μουσική και ίδρυσαν τη Φιλαρμονική Ορφέας στον Συνοικισμό, η οποία μετεξελίχθηκε στη φιλαρμονική του Δήμου Ελευσίνας και το μεράκι τους για το καλό φαγητό και γλυκό και τα στολίδια στο σώμα, το ένδυμα και το σπίτι. Δημιούργησαν από την αρχή μια ολοκαίνουργια ζωή σε έναν νέο τόπο, στη σκιά της χαμένης πατρίδας και των ανθρώπων που άφησαν πίσω ή που αναζητούσαν για χρόνια μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Γι’ αυτό, κι όταν πίναν μια στάλα κρασί, τσούγκριζαν τα ποτήρια κι εύχονταν «άντε καλέ πατρίδα».
Πρόκειται για πληθυσμούς με πλούσιο πολιτισμικό κεφάλαιο που άσκησαν μεγάλη επιρροή στο τοπικό στοιχείο εμπλουτίζοντας το με νέες παραδόσεις και έθιμα και μια φρέσκια νοοτροπία και τρόπο ζωής.
Όπως αναφέρει ο Ελευσίνιος λαογράφος-συγγραφέας Βαγγέλης Λιάπης «ένας νέος κόσμος γεννιόταν. Μια νέα νοοτροπία άρχισε να ανθίζει που ήθελε να εκδηλωθεί, να αναπνεύσει τον νέον αέρα. Έτσι εξηγείται η ανάπτυξη της Ελευσίνας με τα κέντρα που άνοιξαν εκεί. Είχε φτάσει η εποχή, που τα ελευσινιώτικα νιάτα αισθάνονταν την ανάγκη να βγουν έξω από το σπίτι και να διασκεδάζουν».
Πήρε περίπου δύο δεκαετίες και ένα πλήθος στερεοτυπικών αναπαραστάσεων για τις Μικρασιάτισσες γυναίκες «μαγίστρες και παστρικές» που ήταν κακή εξέλιξη για έναν νέο να τις ερωτευτεί, για να αρχίσει η κλειστή κοινωνία του Συνοικισμού να γίνεται μέρος της τοπικής κοινωνίας. Ο πάγος έσπασε και τα ταμπού καταρρίφθηκαν με την προσέλευση εσωτερικών μεταναστών από άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας κυρίως μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και η σύναψη μικτών γάμων.
Από κάθε περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας
Μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 50 μετεγκαθίστανται πληθυσμοί από την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τη Χίο, την Κέρκυρα, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Οι μεταναστεύσεις δεν έγιναν μαζικά και οργανωμένα αλλά ακολούθησαν το κυρίαρχο ρεύμα της αναζήτησης καλύτερης εργασίας στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η επιβίωση στην επαρχία είχε γίνει δυσχερής λόγω της κατοχής (1940-1944) και του εμφυλίου πολέμου (1945-1949) που εκδηλώθηκε με σημαντική ένταση σε ορισμένες περιοχές. Οι μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ελευσίνα ακολούθησαν τους αυξητικούς ρυθμούς που παρουσίαζε η υπόλοιπη Ελλάδα έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Οι νεοφερμένοι εργάζονταν πρωτίστως στη βιομηχανία (ΤΙΤΑΝ, Λιμάνι, Χαλυβουργία) και δευτερευόντως στον πρωτογενή τομέα. Ζούσαν διάσπαρτα μέσα στην πόλη, κι όχι σε γκέτο, και σύναπταν γάμους με τον ντόπιο πληθυσμό χωρίς διακρίσεις και προσκόμματα.
Οι Έλληνες του Πόντου
Από τις αρχές και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60 οι Έλληνες της Ρωσίας με κοινά ήθη και έθιμα και δική τους γλώσσα, τα ποντιακά, εγκαθίστανται στην περιοχή «Λεύκες Παπαδέδε» της Ελευσίνας. Μετακινούνται ανά οικογένειες, προπάππους, παππούδες, γονείς και αδέλφια, παιδιά, τερματίζοντας δεκαετίες διωγμών και εξοριών από τον Πόντο και την Καππαδοκία στις στέπες της ΕΣΣΔ και το Καζακστάν. Η αλληλεγγύη και η συνοχή μεταξύ της κοινότητας είναι πρόδηλη σε όλες τις πτυχές που χαρακτηρίζουν τη ζωή μετά την μετεγκατάσταση. Μεταφέροντας μια προφορική μαρτυρία της εποχής «τα σπίτια είναι ανοιχτά. Αν κάποιος χρειάζεται κάτι, ένα εργαλείο ή ένα τηγάνι, μπορεί να το πάρει και να το φέρει πίσω [...] είμαστε αδέλφια, τη μια στιγμή μαλώνουμε αλλά αμέσως μετά είμαστε πάλι αδέλφια. Είναι αμαρτία να κοιμηθεί κάποιος και να είναι μαλωμένος με τον άλλον» (Λιωνή, 1993, σελ.145). Η υποδοχή από τους ντόπιους δεν είναι θερμή. Για τις πρώτες δεκαετίες φέρουν το στίγμα του ξένου. Τα παιδιά αποκαλούνται υποτιμητικά «ρωσάκια» και η συνοικία «ποντιακά» είναι γνωστή ως «ρώσικα» ενώ οι ελλείψεις σε θεμελιώδεις υποδομές, όπως ύδρευση και υπηρεσίες είναι σκανδαλώδεις.
Η εσωτερική μετανάστευση θεωρήθηκε ένα συστατικό στοιχείο του εκμοντερνισμού της κοινωνίας. Οι μετανάστες έφεραν μαζί τους επαγγέλματα, τεχνικές και τέχνες, ήθη και έθιμα, το δικό τους πολιτισμικό κεφάλαιο εμπλουτίζοντας δυναμικά την πολιτισμικά σύνθεση του τόπου υποδοχής. Οι γάμοι, η συνύπαρξη στο εργοστάσιο, το σωματείο, τη γειτονιά και το σχολείο οδήγησε σε καθημερινό επίπεδο στην συμπερίληψη των νεοφερμένων. Ακόμα και στις περιπτώσεις που η ντόπια κοινότητα δέχθηκε με καχυποψία προσφυγικούς πληθυσμούς χρειάστηκαν 2-3 δεκαετίες για να καμφθούν οι αμφιβολίες και τα στερεότυπα και να γίνουν αποδεκτοί ως ισότιμο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας. Γύρω από το ερώτημα «τίνος είσαι εσύ;» στις κοινωνικές συναναστροφές των Ελευσινίων ιχνηλατείται ένας αιώνας πλούσιος με μετακινήσεις πληθυσμών και οι βιοιστορίες δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε κίνηση.
Η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής μεταναστών
Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 παρατηρείται σε πανελλαδικό επίπεδο μια ύφεση έως και αναστροφή της εσωτερικής μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα. Η αλλαγή στην πολιτική εξουσία της χώρας αλλά και η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ (πρώην Ε.Ε.) οδηγεί σε μια συγκροτημένη -και επιδοτούμενη ευρωπαϊκά- αγροτική πολιτική που έδινε κίνητρα για ενίσχυση και επιστροφή στην ύπαιθρο.
Τη δεκαετία του ‘90, η Ελλάδα σταματά να στέλνει μετανάστες στο εξωτερικό και μετατρέπεται στον παγκόσμιο χάρτη από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών. Με πρώτο σταθμό τις Βαλκανικές χώρες, στην Ελλάδα φτάνουν πρόσφυγες από την Αλβανία, την εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Γεωργία και αλυσιδωτά όλες τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 περίπου 485.000 Αλβανοί/ες διαμένουν στην Ελλάδα, ένας αριθμός αρκετά χαμηλότερος της πραγματικότητας, καθώς δεν συμμετείχε το σύνολο του πληθυσμού στην απογραφή. Οι κύριοι τομείς εργασιακής απασχόλησης των Αλβανών μεταναστών είναι οι κατασκευαστικοί τομείς, η εστίαση και ο εστιατορικός τομέας και ο πρωτογενής τομέας, όπως είναι η γεωργία. Οι πιο σημαντικοί λόγοι για τη μετανάστευση στην Ελλάδα για τους άντρες είναι η αναζήτηση εργασίας, ενώ για τις γυναίκες η οικογενειακή επανένωση (Iosifides et al., 2007). Καλύπτουν χαμηλόμισθες και απαιτητικές εργασίες στις οποίες ο πληθυσμός της κυρίαρχης ομάδας συνήθως αρνείται να απασχοληθεί. Η υποδοχή τους από τον ντόπιο πληθυσμό συνοδεύεται από στιγματισμό και περιθωριοποίηση. Στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του «κλέφτη» «εγκληματία» ή «λάθρομετανάστη» κατακλύζουν τα ακροδεξιά και συντηρητικά ΜΜΕ επωάζοντας το αυγό του φιδιού, την άνοδο του νεοναζισμού στην χώρα. Έως και σήμερα αποτελούν την κυριότερη εθνική ομάδα μεταναστευτικής προέλευσης στην Ελλάδα.
Νέες μεταναστευτικές ροές σχηματίζονται τον 21ο αιώνα από την Βόρεια Αφρική και χώρες της Μέσης Ανατολής, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές για να φτάσουμε στο 2015 όταν η Ελλάδα γίνεται το επίκεντρο μιας χωρίς προηγούμενο προσφυγικής κρίσης λόγω του πολέμου στη Συρία. Η χώρα δέχεται εκατομμύρια αιτούντων και αιτουσών άσυλο από Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν και οι παλιές σχολές μαθητείας στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, μετατρέπονται σε δομή προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων. Δεκάδες οικογένειες, αλλά και μόνες γυναίκες ή άντρες μονογονείς διέμειναν προσωρινά 5 χιλιόμετρα έξω από τον αστικό ιστό της Ελευσίνας, πριν συνεχίσουν το ταξίδι προς την Ευρώπη ή ενταχθούν σε προγράμματα στέγασης σε διαμερίσματα κυρίως της Αθήνας. Η Ελλάδα μετατρέπεται κυρίως μέσω της Συνθήκης του Δουβλίνου ΙΙ και ΙΙΙ στο «εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης» κι επωμίζεται όλο το βάρος να ελέγχει τις κινήσεις των υπηκόων τρίτων χωρών που επιθυμούν να εισέλθουν εντός της.
Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται. Είναι συγκινητικές και αξιομνημόνευτες οι κινήσεις και στάσεις αλληλεγγύης, έμπρακτης υποστήριξης ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη, ενώ από την άλλη μεριά η αντιμεταναστευτική υστερία καθώς και φαινόμενα ρατσισμού, ξενοφοβίας και βίαιων επιθέσεων σε βάρος μεταναστών κλονίζουν συθέμελα τα κοινά αισθήματα ανθρωπιάς, ενσυναίσθησης και κοινωνικής συνοχής.