amea
EN , GR
Μετανάστευση

Η ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Ελευσίνας συνυφαίνεται με ανθρώπινες ιστορίες προσφυγιάς, οικονομικής μετανάστευσης, πολιτικών διωγμών και εθνοφυλετικής κάθαρσης που αποτελούν όψεις της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, εκκινούν από διαφορετικά σημεία του παγκόσμιου χάρτη και συναντιούνται στην Ελευσίνα.

Η Λεψίνα στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν ένα χωριό γεωργικό, δίπλα στη θάλασσα, που αριθμούσε 275 κατοίκους. Αποτελούσε έδρα του Δήμου Ελευσίνος- Μάνδρας -Μαγούλας, της Επαρχίας Μεγαρίδος του Νομού Αττικής-Βοιωτίας, σύμφωνα με την πρώτη διοικητική οργάνωση του νεοσύστατου κράτους του 1833. Η επιλογή της Ελευσίνας ως έδρας έγινε πάνω στην ιστορική και γεωγραφική σημασία της πόλης παρά την πληθυσμιακή υπεροχή της Μάνδρας. Η εικόνα άρχισε να αλλάζει με την εγκατάσταση των πρώτων βιομηχανιών στην πόλη που στηρίχθηκαν στην κατεργασία των πρώτων υλών της περιοχής, των ελαιώνων και του ρετσινιού. Οι πρώτες βιομηχανίες έφεραν μαζί τους νέα άτομα και απορρόφησαν σημαντικό μέρος των αγροτών Ελευσινιωτών.  

 

Η αρχική σύνθεση της πόλης

Ο 20ος αιώνας βρήκε την πόλη με 1.300 περίπου κατοίκους. Κατά τις πρώτες δεκαετίες οι αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση και την όψη της πόλης ήταν συνεχείς. Οι τεχνικές και οι εργάτες αυξάνονταν έναντι των γεωργών και κτηνοτρόφων, ενώ η κίνηση του ραγδαία αναπτυσσόμενου λιμανιού έφερνε νέο κόσμο, νέες μορφές συναλλαγών και κοσμοπολίτικο αέρα που συνέβαλε δυναμικά στην αστικοποίηση της πόλης. Η διέλευση του τρένου από την Ελευσίνα ενίσχυε την ανάπτυξη της σε θέρετρο της πρωτεύουσας. Η πεντακάθαρη ήρεμη ακρογιαλιά με το φρεσκότατο ψάρι αποτελούσαν πόλο έλξης Αθηναίων και παραθεριστών που ανακατεύονταν κοινωνικά με τον ντόπιο πληθυσμό. 

 

Οι πρώτες αφίξεις στις αρχές του 20ου αιώνα

Με την παράδοση των Δωδεκανήσων στους Ιταλούς από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1912, οι κάτοικοι των νησιών έρχονται αντιμέτωποι με την ιταλική κατοχή, παρά την επιθυμία τους για ένωση με την Ελλάδα, και σημαντικές απαγορεύσεις πάνω σε ζητήματα άσκησης του δικαιώματος της πίστης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Κατά συνέπεια οι πρώτοι Δωδεκανήσιοι, μεγαλύτερη ομάδα των οποίων ήταν οι Σύμιοι, έρχονται στην Ελευσίνα που εγκαθίστανται σε άδειες περιοχές της πόλης, χτίζοντας τες από τα θεμέλια («Συμιακά», «Σταφίδα» κ.α). Γνώστες των επαγγελμάτων της θάλασσας εργάστηκαν κυρίως ως λιμενεργάτες και εργάτες στο Βότρυς, Ελαιουργείο & ΤΙΤΑΝ, φέροντας κι άλλα επαγγέλματα και τεχνογνωσία μαζί τους, όπως η κατάδυση, η ξυλογλυπτική κ.α. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ο πληθυσμός τους φτάνει τα επίπεδα του ντόπιου πληθυσμού. Ιδρύουν σωματεία εργαζομένων, αθλητικούς συλλόγους και γίνονται η Ελευσίνα σε βαθμό που «όταν έπαιζε ο Πανελευσινιακός (ποδοσφαιρική ομάδα της περιοχής, προάγγελος της οποίας ήταν ο Δωδεκανησιακός) και ο Διαγόρας (ομάδα Δωδεκανησίων), οι Συμιακοί υποστήριζαν τον πρώτο». Επιπλέον εισάγουν νέα κοινωνικά στοιχεία στην τοπική κοινωνία, μια πιο προοδευτική αντίληψη για την θέση της γυναίκας δίπλα σε αυτή του άντρα σε αντίθεση με την πατριαρχική οργάνωση της αρβανίτικης κοινωνίας.

 

Η μικρασιατική καταστροφή διπλασίασε τον υπάρχοντα πληθυσμό

Η Ελευσίνα, μία πόλη 4000 κατοίκων, δέχτηκε πάνω από 2000 πρόσφυγες. Οι περισσότεροι προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, την Κωνσταντινούπολη, την Καππαδοκία και τον Πόντο. Εγκαταστάθηκαν πάνω από τις γραμμές του τρένου, εκτός δηλαδή της έως τότε κατοικημένης περιοχής, που πήρε το όνομα της από την παρουσία των Μικρασιατών και ονομάζεται έως και σήμερα «Συνοικισμός». 

Έφεραν μαζί την αγάπη και τις γνώσεις τους για τη μουσική και ίδρυσαν τη Φιλαρμονική Ορφέας στον Συνοικισμό, η οποία μετεξελίχθηκε στη φιλαρμονική του Δήμου Ελευσίνας και το μεράκι τους για το καλό φαγητό και γλυκό και τα στολίδια στο σώμα, το ένδυμα και το σπίτι. Δημιούργησαν από την αρχή μια ολοκαίνουργια ζωή σε έναν νέο τόπο, στη σκιά της χαμένης πατρίδας και των ανθρώπων που άφησαν πίσω ή που αναζητούσαν για χρόνια μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Γι’ αυτό, κι όταν πίναν μια στάλα κρασί, τσούγκριζαν τα ποτήρια κι εύχονταν «άντε καλέ πατρίδα».

Πρόκειται για πληθυσμούς με πλούσιο πολιτισμικό κεφάλαιο που άσκησαν μεγάλη επιρροή στο τοπικό στοιχείο εμπλουτίζοντας το με νέες παραδόσεις και έθιμα και μια φρέσκια νοοτροπία και τρόπο ζωής.

Όπως αναφέρει ο Ελευσίνιος λαογράφος-συγγραφέας Βαγγέλης Λιάπης «ένας νέος κόσμος γεννιόταν. Μια νέα νοοτροπία άρχισε να ανθίζει που ήθελε να εκδηλωθεί, να αναπνεύσει τον νέον αέρα. Έτσι εξηγείται η ανάπτυξη της Ελευσίνας με τα κέντρα που άνοιξαν εκεί. Είχε φτάσει η εποχή, που τα ελευσινιώτικα νιάτα αισθάνονταν την ανάγκη να βγουν έξω από το σπίτι και να διασκεδάζουν».

Πήρε περίπου δύο δεκαετίες και ένα πλήθος στερεοτυπικών αναπαραστάσεων για τις Μικρασιάτισσες γυναίκες «μαγίστρες και παστρικές» που ήταν κακή εξέλιξη για έναν νέο να τις ερωτευτεί, για να αρχίσει η κλειστή κοινωνία του Συνοικισμού να γίνεται μέρος της τοπικής κοινωνίας. Ο πάγος έσπασε και τα ταμπού καταρρίφθηκαν με την προσέλευση εσωτερικών μεταναστών από άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας κυρίως μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και η σύναψη μικτών γάμων.  

 

Από κάθε περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας

Μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 50 μετεγκαθίστανται πληθυσμοί από την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τη Χίο, την Κέρκυρα, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Οι μεταναστεύσεις δεν έγιναν μαζικά και οργανωμένα αλλά ακολούθησαν το κυρίαρχο ρεύμα της αναζήτησης καλύτερης εργασίας στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η επιβίωση στην επαρχία είχε γίνει δυσχερής λόγω της κατοχής (1940-1944) και του εμφυλίου πολέμου (1945-1949) που εκδηλώθηκε με σημαντική ένταση σε ορισμένες περιοχές. Οι μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ελευσίνα ακολούθησαν τους αυξητικούς ρυθμούς που παρουσίαζε η υπόλοιπη Ελλάδα έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Οι νεοφερμένοι εργάζονταν πρωτίστως στη βιομηχανία (ΤΙΤΑΝ, Λιμάνι, Χαλυβουργία) και δευτερευόντως στον πρωτογενή τομέα. Ζούσαν διάσπαρτα μέσα στην πόλη, κι όχι σε γκέτο, και σύναπταν γάμους με τον ντόπιο πληθυσμό χωρίς διακρίσεις και προσκόμματα.  

 

Οι Έλληνες του Πόντου

Από τις αρχές και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60 οι Έλληνες της Ρωσίας με κοινά ήθη και έθιμα και δική τους γλώσσα, τα ποντιακά, εγκαθίστανται στην περιοχή «Λεύκες Παπαδέδε» της Ελευσίνας. Μετακινούνται ανά οικογένειες, προπάππους, παππούδες, γονείς και αδέλφια, παιδιά, τερματίζοντας δεκαετίες διωγμών και εξοριών από τον Πόντο και την Καππαδοκία στις στέπες της ΕΣΣΔ και το Καζακστάν.  Η αλληλεγγύη και η συνοχή μεταξύ της κοινότητας είναι πρόδηλη σε όλες τις πτυχές που χαρακτηρίζουν τη ζωή μετά την μετεγκατάσταση. Μεταφέροντας μια προφορική μαρτυρία της εποχής «τα σπίτια είναι ανοιχτά. Αν κάποιος χρειάζεται κάτι, ένα εργαλείο ή ένα τηγάνι, μπορεί να το πάρει και να το φέρει πίσω [...] είμαστε αδέλφια, τη μια στιγμή μαλώνουμε αλλά αμέσως μετά είμαστε πάλι αδέλφια. Είναι αμαρτία να κοιμηθεί κάποιος και να είναι μαλωμένος με τον άλλον» (Λιωνή, 1993, σελ.145). Η υποδοχή από τους ντόπιους δεν είναι θερμή. Για τις πρώτες δεκαετίες φέρουν το στίγμα του ξένου. Τα παιδιά αποκαλούνται υποτιμητικά «ρωσάκια» και η συνοικία «ποντιακά» είναι γνωστή ως «ρώσικα» ενώ οι ελλείψεις σε θεμελιώδεις υποδομές, όπως ύδρευση και υπηρεσίες είναι σκανδαλώδεις.

Η εσωτερική μετανάστευση θεωρήθηκε ένα συστατικό στοιχείο του εκμοντερνισμού της κοινωνίας. Οι μετανάστες έφεραν μαζί τους επαγγέλματα, τεχνικές και τέχνες, ήθη και έθιμα, το δικό τους πολιτισμικό κεφάλαιο εμπλουτίζοντας δυναμικά την πολιτισμικά σύνθεση του τόπου υποδοχής. Οι γάμοι, η συνύπαρξη στο εργοστάσιο, το σωματείο, τη γειτονιά και το σχολείο οδήγησε σε καθημερινό επίπεδο στην συμπερίληψη των νεοφερμένων. Ακόμα και στις περιπτώσεις που η ντόπια κοινότητα δέχθηκε με καχυποψία προσφυγικούς πληθυσμούς χρειάστηκαν 2-3 δεκαετίες για να καμφθούν οι αμφιβολίες και τα στερεότυπα και να γίνουν αποδεκτοί ως ισότιμο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας. Γύρω από το ερώτημα «τίνος είσαι εσύ;» στις κοινωνικές συναναστροφές των Ελευσινίων ιχνηλατείται ένας αιώνας πλούσιος με μετακινήσεις πληθυσμών και οι βιοιστορίες δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε κίνηση.

 

Η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής μεταναστών 

Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 παρατηρείται σε πανελλαδικό επίπεδο μια ύφεση έως και αναστροφή της εσωτερικής μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα. Η αλλαγή στην πολιτική εξουσία της χώρας αλλά και η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ (πρώην Ε.Ε.) οδηγεί σε μια συγκροτημένη -και επιδοτούμενη ευρωπαϊκά- αγροτική πολιτική που έδινε κίνητρα για ενίσχυση και επιστροφή στην ύπαιθρο.

Τη δεκαετία του ‘90, η Ελλάδα σταματά να στέλνει μετανάστες στο εξωτερικό και μετατρέπεται στον παγκόσμιο χάρτη από χώρα εκροής σε χώρα εισροής μεταναστών. Με πρώτο σταθμό τις Βαλκανικές χώρες, στην Ελλάδα φτάνουν πρόσφυγες από την Αλβανία, την εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Γεωργία και αλυσιδωτά όλες τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 περίπου 485.000 Αλβανοί/ες διαμένουν στην Ελλάδα, ένας αριθμός αρκετά χαμηλότερος της πραγματικότητας, καθώς δεν συμμετείχε το σύνολο του πληθυσμού στην απογραφή. Οι κύριοι τομείς εργασιακής απασχόλησης των Αλβανών μεταναστών είναι οι κατασκευαστικοί τομείς, η εστίαση και ο εστιατορικός τομέας και ο πρωτογενής τομέας, όπως είναι η γεωργία. Οι πιο σημαντικοί λόγοι για τη μετανάστευση στην Ελλάδα για τους άντρες είναι η αναζήτηση εργασίας, ενώ για τις γυναίκες η οικογενειακή επανένωση (Iosifides et al., 2007). Καλύπτουν χαμηλόμισθες και απαιτητικές εργασίες στις οποίες ο πληθυσμός της κυρίαρχης ομάδας συνήθως αρνείται να απασχοληθεί. Η υποδοχή τους από τον ντόπιο πληθυσμό συνοδεύεται από στιγματισμό και περιθωριοποίηση. Στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του «κλέφτη» «εγκληματία» ή «λάθρομετανάστη» κατακλύζουν τα ακροδεξιά και συντηρητικά ΜΜΕ επωάζοντας το αυγό του φιδιού, την άνοδο του νεοναζισμού στην χώρα. Έως και σήμερα αποτελούν την κυριότερη εθνική ομάδα μεταναστευτικής προέλευσης στην Ελλάδα.

Νέες μεταναστευτικές ροές σχηματίζονται τον 21ο αιώνα από την Βόρεια Αφρική και χώρες της Μέσης Ανατολής, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές για να φτάσουμε στο 2015 όταν η Ελλάδα γίνεται το επίκεντρο μιας χωρίς προηγούμενο προσφυγικής κρίσης λόγω του πολέμου στη Συρία. Η χώρα δέχεται εκατομμύρια αιτούντων και αιτουσών άσυλο από Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν και οι παλιές σχολές μαθητείας στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, μετατρέπονται σε δομή προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων. Δεκάδες οικογένειες, αλλά και μόνες γυναίκες ή άντρες μονογονείς διέμειναν προσωρινά 5 χιλιόμετρα έξω από τον αστικό ιστό της Ελευσίνας, πριν συνεχίσουν το ταξίδι προς την Ευρώπη ή ενταχθούν σε προγράμματα στέγασης σε διαμερίσματα κυρίως της Αθήνας. Η Ελλάδα μετατρέπεται κυρίως μέσω της Συνθήκης του Δουβλίνου ΙΙ και ΙΙΙ στο «εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης» κι επωμίζεται όλο το βάρος να ελέγχει τις κινήσεις των υπηκόων τρίτων χωρών που επιθυμούν να εισέλθουν εντός της.

Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται. Είναι συγκινητικές και αξιομνημόνευτες οι κινήσεις και στάσεις αλληλεγγύης, έμπρακτης υποστήριξης ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη, ενώ από την άλλη μεριά η αντιμεταναστευτική υστερία καθώς και φαινόμενα ρατσισμού, ξενοφοβίας και βίαιων επιθέσεων σε βάρος μεταναστών κλονίζουν συθέμελα τα κοινά αισθήματα ανθρωπιάς, ενσυναίσθησης και κοινωνικής συνοχής.

Κεντρικά συναισθήματα

Οι συμμετέχοντες/ουσες στις δύο συνεδρίες κοινωνιοδράματος με θέμα τη μετανάστευση μοιράστηκαν βιογραφικά στοιχεία και προσωπικές ιστορίες, καθώς και αναμνήσεις και αντικείμενα. Υποδυόμενοι/ες εκ περιτροπής τους ρόλους του ντόπιου και του ξένου, ανέπτυξαν πτυχές των στάσεων τους απέναντι σε ό,τι θεωρείται οικείο και ό,τι ξένο. Τι προβάλλουμε στον ξένο; Τι είναι ο ξένος; Πώς μοιάζει ο ξένος σε εμάς;

Στο ρόλο του ξένου
Όταν οι συμμετέχοντες τοποθετούν τον εαυτό τους στο ρόλο του ξένου, του αλλοτριωμένου μετανάστη ή πρόσφυγα, εκφράζουν την απελπισία, τον πόνο του ξεριζωμού, τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και τη θλίψη για την απώλειά τους. Ο ξένος κρατάει μέσα του τον τόπο καταγωγής του, υπερηφανεύεται για την καταγωγή του και προσπαθεί να προστατεύσει την ταυτότητά του διατηρώντας τα έθιμα, τα φαγητά και τις συνήθειες που άφησε πίσω του. Είναι σημαντικό για τον νέο τόπο να μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητά του από τη μια πλευρά και να γίνει αποδεκτός από την άλλη, να νιώθει ότι ανήκει, να αισθάνεται ότι ανήκει, να νιώθει τις εμπειρίες του, να συνδέεται με νέους ανθρώπους, να γίνεται σεβαστή στην πράξη η διαφορετικότητά του. Στα συναισθήματα του ξένου απέναντι στον ντόπιο κυριαρχούν το άγχος, η ανασφάλεια, ο φόβος και ο θυμός, ενώ οι συμπεριφορές παίρνουν τη μορφή της τήρησης αποστάσεων, που κυμαίνονται από την αδιαφορία έως την εχθρότητα, τον διαχωρισμό και την αυτοπεριορισμό. Αντίθετα, μπορεί να λάβει τη μορφή της εγγύτητας, της προσπάθειας σύνδεσης και γνωριμίας με τους ντόπιους κατοίκους, της ένταξης στην τοπική κοινότητα.

Στο ρόλο του ντόπιου
Ως ντόπιοι, οι συμμετέχοντες τονίζουν τόσο τη νοσταλγία για τις παλιές εποχές, όταν όλα ήταν καλύτερα, όσο και την ανάγκη διατήρησης της ταυτότητας και της παράδοσης του τόπου στο σήμερα. Εκφράζουν την ανάγκη να συνεχίσουν να αισθάνονται ασφαλείς σε αυτόν και να έχουν μια συνέχεια μέσα στο χρόνο, μια αίσθηση συνοχής μέσω της διατήρησης της τοπικής κουλτούρας ανεξάρτητα από τις αλλαγές που συμβαίνουν. Οι αντιδράσεις των ντόπιων απέναντι στον ξένο είναι έντονες και αμφίσημες. Επικρατούν αρνητικά συναισθήματα, όπως η εχθρότητα, η καχυποψία και η επιθετικότητα. Υπάρχουν εμφανή σημάδια αλαζονείας, ιεραρχικές αξιολογήσεις με βάση το μοτίβο όσο λιγότερα κοινά, τόσο λιγότερο "σαν εμάς", άρα τόσο πιο ξένος και διαφορετικός από εμάς), στιγματισμός και περιθωριοποίηση των ανθρώπων από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Κρατούν μια "απόσταση ασφαλείας" και αρνούνται να δεχτούν τον ξένο. Κάποιοι εκφράζουν θυμό λόγω της παρουσίας τους, φόβο για τον κίνδυνο που εγκυμονούν, αίσθηση αποκλεισμού από τις κοινότητες των μεταναστών και τέλος πικρία για την αδικία για τα προνόμια που απολαμβάνουν κάποιοι από αυτούς. Αντίθετα, ξεχωρίζουν στιγμές όπου οι συμμετέχοντες εκφράζουν θετικά συναισθήματα, όπως αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση για τις δυσκολίες και συμπόνια, ενώ η στάση τους υπηρετεί αντίστοιχα την εγγύτητα και τη γνωριμία και χαρακτηρίζεται από την πρόθεση αποδοχής και ένταξης.

Ανίχνευση συναισθημάτων
Οι αντιδράσεις των ντόπιων απέναντι στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς που ζουν πλέον στην περιοχή εδώ και δεκαετίες ήταν κατά κύριο λόγο αρνητικές. Ο φυσικός διαχωρισμός μεταξύ των περιοχών εγκατάστασης, η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών κοινοτήτων ως κατώτερων, η απόρριψη και ο διαχωρισμός εκφράστηκαν έντονα μεταξύ των ντόπιων. Δυσκολία χαρακτήριζε τη διαδικασία εκτέλεσης του "αντιρροπιστικού ρόλου" κατά την οποία αναπαράγονταν στερεοτυπικές θέσεις και εκφράσεις με συγκαλυμμένο ή φανερό τρόπο, γεγονός που προκαλούσε θυμό στους συμμετέχοντες και στην ερευνητική κοινότητα.
Οι συνεδρίες ήταν ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένες. Η ανάκληση της μνήμης, η επίκληση της παιδικής ηλικίας, τα κειμήλια που περιείχε η βαλίτσα του πρόσφυγα προκάλεσαν συναισθήματα ζεστασιάς, σύνδεσης και νοσταλγίας που άγγιξαν όλα τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρητών. Συνολικά, η εμπειρία ήταν στοχαστική και άνοιξε τους ορίζοντες ορισμένων συμμετεχόντων. Τους έκανε να συνειδητοποιήσουν τις προοπτικές των άλλων, ενώ παράλληλα προβληματίστηκαν για θέματα διαφορετικότητας και συμμετοχικότητας. Το πιο σημαντικό είναι ότι συνέβαλε στην αμφισβήτηση γύρω από τη δική τους ταυτότητα και θέση σε σχέση με τους άλλους γύρω τους και τη διαλεκτική σχέση εγώ και οι άλλοι, εμείς και αυτοί. Όπως είπε ένας συμμετέχων στο τέλος της συνάντησης: "Πού ανήκω τελικά;".

Άξονες

Τα συναισθήματα, οι στάσεις, οι αντιλήψεις και οι προοπτικές σχετικά με σημαντικές πτυχές της μετανάστευσης οργανώνονται σε 8 άξονες.

Κάθε άξονας αποτελεί ένα ψηφιακό moodboard που περιλαμβάνει αποτελέσματα της έρευνας σε διάφορες μορφές, και λειτουργεί ως πρωτογενές υλικό για σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. 16 καλλιτέχνες κλήθηκαν να δημιουργήσουν από ένα έργο για κάθε άξονα σε κάθε θεματική.
Μπορείτε να δείτε τα έργα εδώ.

Χρονολόγιο

Ορόσημα της ελληνικής ιστορίας που επηρεάζουν τη διαμόρφωση του σημερινού τοπικού πληθυσμού της Ελευσίνας.

1912

Τα Δωδεκάνησα περνούν υπό ιταλική κατοχή. Οι πρώτες προσφυγικές ροές Δωδεκανησίων προς της Ελευσίνα ξεκινούν, με τους Συμιακούς να είναι η πιο πολυπληθής ομάδα. Γνώστες της θάλασσας και των επαγγελμάτων της, φτάνουν πρώτα στον Πειραιά και από εκεί στην Ελευσίνα σε αναζήτηση δουλειάς στο λιμάνι ή στα εργοστάσια Ελαιουργείο, Βότρυς και ΤΙΤΑΝ.

1913

Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, η 2η Ελληνική Δημοκρατία λαμβάνει με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα τη μορφή που έχει σήμερα. Η έκταση υπερδιπλασιάζεται με την προσάρτηση των αγροτικών περιοχών της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Κρήτης και οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι συχνές.

1918

Ο νέοεγκατεστημένος πληθυσμός της Ελευσίνας φτάνει τα μεγέθη της τοπικής κοινότητας.

1921

Από το 1919 και μέσα σε δύο χρόνια περίπου 200.000 άτομα των Ελλήνων του Πόντου και της Καππαδοκίας για να γλιτώσουν της γενοκτονίας των Ποντίων από του Οθωμανούς εγκαθίστανται στη Γεωργία, τη Νότιο Ρωσία και τη σημερινή Ουκρανία.

1922

Οι κάτοικοι της Σμύρνης και της Δυτικής Μικράς Ασίας καταφεύγουν κυνηγημένοι από τον στρατό των Νεοτούρκων στην Ελλάδα, τερματίζοντας την επέλαση του ελληνικού στρατού στην Τουρκία. Περίπου 2000 Μικρασιάτες και Μικρασιάτισσες εγκαθίστανται σε σκηνές σε ακατοίκητη έκταση στις παρυφές της πόλης, πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές του τρένου, διπλασιάζοντας σε έκταση και αριθμό κατοίκων το μέγεθος της πόλης.

1932

Ιδρύεται ο Σύλλογος Μικρασιατών Ελευσίνας. Τα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο προσφυγικός πληθυσμός επιδιώκει να ενσωματωθεί μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, πολιτικής αστάθειας και κοινωνικού διχασμού ανάμεσα σε αντιμοναρχικούς και αντιβενιζελικούς. Παράλληλα οι Μικρασιάτες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εγχειρήματος εκβιομηχάνισης της χώρας ως οι κατεξοχήν γνώστες του «επιχειρείν» που είχαν συμβάλει στον οικονομικό θαύμα του ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

1940

Από το 1923 έως το 1940 οι εσωτερικοί μετανάστες της περιόδου του Μεσοπολέμου αποτέλεσαν τη «μαγιά» για όσους και όσες συντοπίτες τους θα φτάσουν αργότερα στην Ελευσίνα κατά τη διάρκεια δηλαδή του εμφυλίου πολέμου και μεταπολεμικά, καθώς η εύρεση μιας θέσης εργασίας σε εργοστάσιο της περιοχής γινόταν μέσω προσωπικών γνωριμιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Κρήτες που φτάνουν στην Ελευσίνα τη δεκαετία του '30.

1949

Μέσα σε σχεδόν μία δεκαετία (1940-1949) η Ελλάδα βιώνει τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και με τη λήξη του τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η ορεινή Ελλάδα ερημώνει. Ο πληθυσμός των χωριών αυτών στρέφεται στα μεγάλα αστικά και αγροτικά κέντρα, ενώ ο επαναπατρισμός τους δεν θα γίνει ποτέ εφικτός. Σε αυτά τα χρόνια πέρα από μετανάστες από την ορεινή Ελλάδα, στην Ελευσίνα φτάνουν οι πρώτοι Χιώτες και Πελοποννήσιοι.

1950

Αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου και για περίπου 2 δεκαετίες η εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο προς την πόλη εντατικοποιείται ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις. Νέες αφίξεις πραγματοποιούνται κυρίως από τη νησιωτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, εν μέρει τη Θράκη και την ορεινή Ήπειρο. Η Ελευσίνα λόγω της μικρής απόστασης από την Αθήνα λειτουργεί ως δορυφόρος της αστικοποίησης της πρωτεύουσας.

1953

Ιδρύεται ο πρώτος σύλλογος Ηπειρωτών Θριασίου και Πέριξ «Ο Άγιος Γεώργιος». Ο Σύλλογος αυτός έδρασε μέχρι την επιβολή της δικτατορίας το 1967 όπου και αδρανοποιήθηκε.

1963

Ιδρύεται η Θεσσαλική Ένωσης Ελευσίνος «Φεραίος» από μια ομάδα Θεσσαλιωτών πάνω στην κοινή επιθυμίας διατήρησης των ηθών και εθίμων του τόπου τους, το 1973 άλλαξε ονομασία σε  «ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ», και  το 2012 σε «ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΘΡΙΑΣΙΟΥ ΠΕΔΙΟΥ». Την ίδια χρονιά ιδρύεται η Χιακή Ένωση Ελευσίνος.

1964

Έως το 1968 Έλληνες της Ρωσίας, ποντιακής καταγωγής, μετακινούνται μαζικά προς την Ελλάδα. Στην Ελευσίνα εγκαθίστανται σε ακατοίκητη έκταση κοντά στο Αεροδρόμιο της πολεμικής αεροπορίας. Συγγενικές σχέσεις οργανώνουν τη μετανάστευση. Η περιοχή ονομάζεται από τους ίδιους «ποντιακά» και από τον τοπικό πληθυσμό «ρώσικα» σε μια προσπάθεια υποτίμησης της ταυτότητας τους λόγω της χώρας προέλευσης τους.

1964

Ιδρύεται η Ένωσις Κρητών Ελευσίνας «η Μεγαλόνησος» με σκοπό να συσπειρώσει το κρητικό στοιχείο που βρισκόταν στην πόλη.

1976

Δημιουργείται ο Σύλλογος Ποντίων Ελευσίνας «Νέα Τραπεζούντα»  από μια ομάδα νέων παιδιών και πέντε χρόνια αργότερα (1981) ιδρύθηκε με καταστατικό. Τα μέλη του θέλησαν να συνεχίσουν την ποντιακή παράδοση των γονιών τους στην νέα πατρίδα, την Ελευσίνα.

1991

Από το 1991 έως το 1993 στη γειτονική Αλβανία η κατάρρευση του καθεστώτος Χότζα, το πέρασμα σε μια μετασοσιαλιστική εποχή, το άνοιγμα των συνόρων, η έκρηξη της ανεργίας (40-60%) και η συρρίκνωση του πραγματικό εισοδήματος κατά 30%, προκάλεσαν τη μαζική μετανάστευση των Αλβανών στο εξωτερικό, με προορισμό πρωτίστως την Ελλάδα και δευτερευόντως την Ιταλία.

2011

Στην απογραφή του πληθυσμού 10.000.000 διαμενόντων στην ελληνική επικράτεια, οι 485.000 είναι Αλβανοί ενώ άλλες πολυπληθείς εθνικές ομάδες είναι οι Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πακιστανοί, Γεωργιανοί, Αφγανοί, Μπαγκλαντεσιανοί, Αιγύπτιοι κ.α.

2013

 Υπογράφεται ο Κανονισμός Δουβλίνου ΙΙΙ, ο οποίος μεταξύ άλλων προβλέπει ότι υπεύθυνο κράτος-μέλος για την καταγραφή και εξέλιξη του αιτήματος ασύλου είναι το κράτος από το οποίο εισήλθει ο/η πρόσφυγας/ισσα. Επιπλέον για τις περιπτώσεις ανθρώπων χωρίς έγκυρα χαρτιά, προβλέπει την απέλαση τους στο σημείο εισόδου στην ΕΕ

Στατιστικά

413 ερωτηθέντες συζητούν πτυχές της συνύπαρξης στην ίδια πόλη ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής.

38.3% πιστεύουν ότι οι πρόσφυγες έχουν την ευκαιρία να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία σε μέτριο βαθμό.
27.1% αξιολογεί τις ευκαιρίες ένταξης ως ικανοποιητικές.
17.9% πιστεύει πως δίνεται στους πρόσφυγες η δυνατότητα να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία σε μεγάλο βαθμό.
14.3% των συμμετεχόντων με μη ελληνική εθνοπολιτισμική καταγωγή έχει βιώσει μέτρια ως πολύ τον κοινωνικό ρατσισμό
39.2% των συμμετεχόντων θεωρεί πως υπάρχει ξενοφοβική ή ρατσιστική διάθεση απέναντι σε διάφορες εθνικότητες σε μέτριο βαθμό.
35.2% πιστεύει πως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός υπάρχουν σε έντονο βαθμό
73.8% των συμμετεχόντων έχει μεγαλώσει στην Ελευσίνα
26.2% έχει μετοικήσει από άλλο μέρος της Ελλάδας στην Ελευσίνα
4.4% έχει μετοικήσει από άλλη χώρα στην Ελευσίνα
35.4% των γονιών των ερωτηθέντων μετακινήθηκαν από άλλο μέρος της ελληνικής επικράτειας προς την Ελευσίνα
4.6% των γονέων των συμμετεχόντων έχουν μετακινηθεί από άλλη χώρα στην Ελευσίνα
64.6% όσων έχουν μετακινηθεί από άλλο μέρος της Ελλάδας στην Ελευσίνα δεν έχει αισθανθεί ξένος
23% έχει νιώσει ξένος/η σε μέτριο έως μεγάλο βαθμό

Φωτογραφίες