amea
EN , GR
Επεισόδιο 3

Πρόκειται για ένα εκτεταμένο επεισόδιο που επικεντρώνεται στις εμπειρίες μιας συμμετέχουσας, μιας προσφύγισσας Ελληνίδας ποντιακής καταγωγής από τη Ρωσία.

ΚΔ=Κοινωνιοδραματιστής/τρια, Σ=Συμμετέχων/ουσα

ΚΔ.1: Η δική σου βαλίτσα τι έχει εδώ;

Σ.2: Την πραγματικότητα. Εγώ 6,5 ετών, βλέπω τους γονείς μου να κρατούν μία βαλίτσα. Ξεκινάμε από το Καζακστάν προς τη Μόσχα και από εκεί με τρένα συνεχίζουμε προς στον Εύξεινο Πόντο και ερχόμαστε στον Πειραιά διασχίζοντας το Αιγαίο Πέλαγος. 

Σ.6: Μεγάλο ταξίδι, ε;

Σ.2: Βεβαίως. Και επειδή μικρή ήμουν πολύ περίεργη, ήθελα να μάθω τι είχε αυτή η βαλίτσα. Οι γονείς μου, 26 και 29 χρονών αντίστοιχα, ταξίδευαν με τέσσερα παιδάκια. Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη. Όταν φτάσαμε στον Πειραιά, ο πατέρας μου άνοιξε τη βαλίτσα που είχε μέσα τέσσερις καινούργιες αλλαξιές για τα παιδιά του, μαζί με ένα κουτάκι. Αυτό το κουτάκι ήταν τα εργαλεία του. Ήτανε χρυσοχόος, έφτιαχνε χειροποίητα κοσμήματα. Και είχε την ελπίδα και την πίστη ότι ο ερχόμενος στην πατρίδα – γιατί είμαστε Έλληνες Ποντιακής καταγωγής – μαζί με αυτό το κουτάκι θα τον βοηθούσαν να κάνει τη ζωή του καλύτερη. Με ό,τι μπορούσε να φτιάξει με τα χέρια του...

ΚΔ.1: Χειροποίητα κοσμήματα.

Σ.2: Το έχουμε ακόμα το κουτί. Όπως έχουμε και τα κοσμηματάκια τα μικρά που έφτιαξε. Την εποχή εκείνη στη Ρωσία ζήταγες από το κράτος το χρυσό, σου υπολόγιζε πόσα γραμμάρια έπρεπε να ζυγίζει αυτό που ήθελες να φτιάξεις και αυτό σου έδινε. Δεν είναι όπως σήμερα ή όπως είναι στην ελεύθερη αγορά. Αυτό το κουτί με έχει στιγματίσει. Το έχουμε ακόμα όπως και τη βαλίτσα στον Σύλλογο. 

ΚΔ.1: Στον Σύλλογο των…

Σ.2: Των Ποντίων. Με τέσσερις αλλαξιές, με ένα κουβερτάκι, και φωτογραφίες. 

ΚΔ.1: Θα μας δείξεις μία φωτογραφία;

Σ.2: Βεβαίως. Σε μία πλατεία, ένα τεράστιο δέντρο και από κάτω πάρα πολλά μικρά παιδιά, με ορισμένες, πολύ λίγες, γυναίκες. Είναι πραγματικότητα όλα αυτά. Απορούσα κι έλεγα εγώ στη γιαγιά μου και τη μητέρα μου, «γιατί είναι τόσο πολλά παιδιά και είναι δυο-τρεις γυναίκες;». Και μου έλεγε, «αυτές οι γυναίκες είναι έγκυες [...] και εσείς είστε παιδάκια, τα οποία αυτή η γυναίκα σας μαθαίνει την ελληνική γλώσσα». 

ΚΔ.1: Ήταν η δασκάλα.

Σ.2: Δύο ώρες πηγαίναμε εκεί κάτω από το δέντρο – ένα τεράστιο δέντρο – και μαθαίναμε την Ελληνική γλώσσα και τα τραγουδάκια του νηπιαγωγείου. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, τα ήξερα ήδη. Και μάλιστα ορισμένοι δάσκαλοι απορούσαν. 

ΚΔ.1: Ξέρεις κανένα τραγουδάκι; Θυμάσαι κανένα από αυτά τα τραγουδάκια;

Σ.2: [Κινεί το σώμα της δεξιά αριστερά σαν από μία κοριτσίστικη συστολή

ΚΔ.1: Να το πούμε; 

Σ.2: Να το πούμε. Ένα στιχάκι…

ΚΔ.1: Ένα στιχάκι, ναι…

Σ.2: Το οποίο με συγκινεί και το έμαθα και στις εγγονές μου και προσέθεσα κι εγώ άλλα στιχάκια. Λοιπόν. Βάζουμε τα χέρια στη μέση, βάζουμε τα ποδαράκια μας έτσι [παίρνει τη στάση που περιγράφει] και λέμε: [τραγουδάει] τα χεράκια μου στη μέση/ο χορός πόσο μ’ αρέσει/δεν χορεύει άλλη καμιά. 

[Οι υπόλοιπες συμμετέχουσες της λένε πολύ ωραίο]

ΚΔ.1: Ευχαριστώ.

Σ.2: Να είστε καλά. Συν τα παραμύθια, τα οποία είναι ατελείωτα και τώρα τα έχουμε...

ΚΔ.1: Καταγράψει;

Σ.2: Τα έχουμε καταγράψει και θα τα εκδώσουμε.

ΚΔ.1: Α! τι ωραία. Θα μας πείτε πότε;

Σ.2: Εντάξει.

ΚΔ.1: Να τα διαβάσουμε κι εμείς. Ευχαριστούμε.